- αναπληρώνω
- (Μ ἀναπληρώνω, Α ἀναπληρῶ, -όω)1. συμπληρώνω κάτι ελλιπές ή τό αντισταθμίζω με κάτι άλλο2. παίρνω τη θέση κάποιου προσωρινά ή οριστικά, τόν αντικαθιστώαρχ.Ι. ενεργ.1. γεμίζω το κενό μέρος, καλύπτω, συμπληρώνω2. πληρώνω ολόκληρο το χρηματικό ποσό μέχρι δεκάρας3. συμπληρώνω τον αριθμό, ολοκληρώνωΙΙ. μέσ.1. πληρώνομαι, δέχομαι, λαμβάνω2. πραγματοποιούμαι, εκπληρώνομαιΙΙΙ. παθ. γίνομαι πάλι πλήρης, έρχομαι στην κανονική μου κατάσταση ή μέγεθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + πληρῶ, πληρώνω.ΠΑΡ. αναπλήρωμα, αναπλήρωσις, αναπληρωτικόςνεοελλ.αναπληρωτής].
Dictionary of Greek. 2013.